ισόνομος

ισόνομος
η , ο [ος , ον ] имеющий равное право перед законом, равноправный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ισόνομος" в других словарях:

  • Ἰσόνομος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόνομος — where all have equal rights masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόνομος — η, ο (Α ἰσόνομος, ον) 1. (για πόλεις ή πολιτεύματα) αυτός στον οποίο όλοι έχουν ίσα δικαιώματα («δίκαιος και ισόνομος πολιτεία», Πλάτ.) 2. αυτός που απολαμβάνει ισονομία αρχ. φρ. «χαλκὸς ἰσόνομος» χαλκός στο άρτιο, αντίθ. τού «χαλκὸς οὗ διαλλαγή» …   Dictionary of Greek

  • ισόνομος — η, ο αυτός που παρέχει ή απολαμβάνει ισονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσόνομον — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem acc sg ἰσόνομος where all have equal rights neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμου — Ἰσόνομος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμου — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμους — Ἰσόνομος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμους — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσονόμων — Ἰσόνομος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσονόμων — ἰσόνομος where all have equal rights masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»